φιλότεκνος — loving one s children masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλότεκνος — η, ο / φιλότεκνος, ον, ΝΜΑ αυτός που αγαπά τα παιδιά του νεοελλ. αυτός που επιθυμεί να αποκτήσει παιδιά αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλότεκνον η φιλοτεκνία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + τεκνος (< τέκνον), πρβλ. μισό τεκνος] … Dictionary of Greek
φιλότεκνος — η, ο 1. αυτός που αγαπάει τα παιδιά του. 2. αυτός που επιθυμεί να αποκτήσει παιδιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φιλοτεκνότατον — φιλότεκνος loving one s children masc acc superl sg φιλότεκνος loving one s children neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλότεκνον — φιλότεκνος loving one s children masc/fem acc sg φιλότεκνος loving one s children neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοτεκνότατε — φιλότεκνος loving one s children masc voc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοτεκνότατος — φιλότεκνος loving one s children masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοτεκνότεραι — φιλότεκνος loving one s children fem nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοτέκνοις — φιλότεκνος loving one s children masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοτέκνου — φιλότεκνος loving one s children masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοτέκνους — φιλότεκνος loving one s children masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)